ἀκολούθησεν

ἀκολούθησεν
ἀ̱κολούθησεν , ἀκολουθέω
follow
aor ind act 3rd sg (doric aeolic)
ἀκολουθέω
follow
aor ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κακόπραχτος — η, ο 1. επιβλαβής, αυτός που η πράξη του γίνεται για κακό ή αποβαίνει σε κακό («τόν ακολούθησεν ο πλούτος, θείος στα χέρια τού καλού, και κακόπραχτος, αν ούτως και είν στα χέρια τού κακού», Σολωμ.) 2. αυτός που έχει πραχθεί κακώς. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”